Χριστοφόρου Γεώργιος
Χριστοφόρου Γεώργιος
Γεννήθηκε στο χωριό Έμπα, της επαρχίας Πάφου, στις 30 Νοεμβρίου 1940.
Σκοτώθηκε από βασανιστήρια των Άγγλων στις 20 Νοεμβρίου 1958.
Γονείς : Χριστόφορος Ελισσαίου και Σοφία Παπαθεοχάρους
Αδέλφια : Δημητράκης, Πανίκος, Γιαννούλα
Ο Γεώργιος Χριστοφόρου τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Έμπα και φοίτησε στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου Πάφου. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του υπηρετούσε στο Σώμα Κυπρίων Εθελοντών του αγγλικού στρατού στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που σύμφωνα με τις διακηρύξεις των Άγγλων, πολεμούσαν για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση των λαών. Τις διακηρύξεις αυτές σκόπιμα άφηναν να ερμηνεύονται και ως δεσμεύσεις για την ελευθερία της Κύπρου. Οικονομικοί λόγοι τον ανάγκασαν να σταματήσει τις σπουδές του, οπότε ακολούθησε το επάγγελμα του ράπτη.
Έγινε μέλος της ΕΟΚΑ στην Έμπα, το 1957. Ο ομαδάρχης του χωριού, του εμπιστεύθηκε τα πυρομαχικά και τον οπλισμό της ομάδας, τα οποία ο Γεώργιος απέκρυβε. Το Νοέμβριο του 1958, κατά τη διάρκεια κατ’ οίκον περιορισμού εννέα ημερών που είχε επιβληθεί στην Έμπα, έγιναν μαζικές συλλήψεις στο χωριό. Κάποιος από τους συνεργάτες του λύγισε στα βασανιστήρια και τον αποκάλυψε. Στο μεταξύ ο Χριστοφόρου πρόλαβε να μεταφέρει και να αποκρύψει αλλού τον οπλισμό, προτού συλληφθεί και βασανισθεί μέχρι θανάτου.
Η θανατική ανάκριση έλεγε για τα αίτια του θανάτου του :
“Ο Γεώργιος Χριστοφόρου πέθανε από πληγές, ενώ διατελούσε υπό νομική κράτηση. Οι πληγές του μεσεντερίου της μεμβράνης, το οποίο συγκρατεί τα έντερα, και της ηπατικής καμπής προξενήθηκαν από πλήγμα, το οποίο οφείλεται είτε σε πτώση, είτε σε άλλης μορφής βία, αλλά δεν υπάρχει μαρτυρία, η οποία να δείχνει πού και πώς υπέστη αυτά τα τραύματα”.
Πριν από την κηδεία του, το βράδυ της επομένης του θανάτου του, έγινε πάλη μεταξύ του πατέρα του, ο οποίος επέμενε να δει το νεκρό σώμα του, και των Άγγλων στρατιωτών που του το απαγόρευσαν. Στη συνέχεια επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός στο χωριό και οι στρατιώτες επέτρεψαν μόνο σε τέσσερα άτομα να θάψουν τον ήρωα, μαζί με τον πατέρα του, απαγορεύοντας να τον ξετυλίξουν από τις κουβέρτες με τις οποίες τον είχαν τυλιγμένο και να τον ντύσουν νεκρικά, σύμφωνα με τις παραδόσεις της θρησκείας μας.