Στυλιανού Γεώργιος
Στυλιανού Γεώργιος
Γεννήθηκε στο Νέο Χωριό, της επαρχίας Πάφου, στις 7 Νοεμβρίου 1938 και μεγάλωσε στην Πόλη Χρυσοχούς, όπου εγκαταστάθηκαν οι γονείς του.
Έπεσε μαχόμενος εναντίον των Άγγλων στης 4 Νοεμβρίου 1956.
Γονείς : Στυλιανός Δημοσθένους και Φωστήρα Στυλιανού
Αδέλφια : Δέσποινα, Μάρθα, Κλεόπας, Αναστάσιος
Ο Γεώργιος Στυλιανού τελείωσε το δημοτικό σχολείο Πόλεως Χρυσοχούς και φοίτησε στο εκεί Ελληνικό Γυμνάσιο μέχρι και την τετάρτη τάξη. Ήταν ενθουσιώδης με έκδηλο το στοιχείο του θάρρους. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ από τις αρχές του αγώνα και ανέπτυξε πλούσια δράση συνδεόμενος με την ανταρτική ομάδα της περιοχής του. Στη συνέχεια, κατόπιν εντολής του τομεάρχη του, τέθηκε επικεφαλής ομάδας Κρούσεως Τυφεκιοφόρων στο χωριό του. Το Μάιο και τον Ιούνιο του 1956, μαζί με συναγωνιστές του καθάρισε από θάμνους και ετοίμασε δίαυλο προσγείωσης αεροπλάνου στην περιοχή του Ακάμα, για ρίψη οπλισμού από αεροπλάνο ή και προσγείωσή του. Ο οπλισμός προγραμματιζόταν να σταλεί στην ΕΟΚΑ μυστικά από την Ιταλία.
Στις 23 Μαΐου 1956 ο Γεώργιος Στυλιανού κατόρθωσε να εκτελέσει Τούρκο αξιωματικό της αστυνομίας Πόλεως Χρυσοχούς, ο οποίος συλλάμβανε και ανέκρινε Έλληνες και συνήθιζε να κακοποιεί συγγενείς ανταρτών. Αναγνωρίστηκε, αλλά δεν συνελήφθη, επειδή κρυβόταν.
Στις 4 Νοεμβρίου 1956 προκάλεσε τους Άγγλους να ανεβούν στο Νέο Χωριό όταν, με εντολή του, οι συγχωριανοί του κατέστρεψαν το γραμματοκιβώτιο που έφερε το έμβλημα της Μεγάλης Βρετανίας και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο δημοτικό σχολείο. Στην είσοδο του χωριού ανέμενε τους Άγγλους επικεφαλής της ομάδας του, που την αποτελούσαν οι Γεώργιος Αναστάση και Βάσος Παναγή, που θανατώθηκαν μαζί του.
Έπληξαν με ηλεκτρική νάρκη το δεύτερο αυτοκίνητο της φάλαγγας των Άγγλων που κατέφθασαν, γιατί στο πρώτο οι αστυνομικές αρχές είχαν τοποθετήσει δυο ομοχώριούς τους, τους οποίους χρησιμοποίησαν ως ανθρώπινες ασπίδες. Με την ακινητοποίησή του, έριξαν και τις δυο χειροβομβίδες τους, εκ των οποίων η μια δεν εξερράγη, και απομακρύνθηκαν προς το λόφο. Ακολούθησε καταδίωξή τους κατά την οποία ο Στυλιανού πληγώθηκε στο πόδι από Άγγλο ακροβολιστή.
Οι δυο συναγωνιστές του γύρισαν πίσω, παρέλαβαν τον αρχηγό τους και προσπάθησαν να φύγουν μεταφέροντάς τον κάτω από τα καταιγιστικά πυρά των εχθρών, αλλά συνελήφθησαν και οι τρεις. Οι Άγγλοι στρατιώτες μαζί με τους Τούρκους επικουρικούς, που ήταν μαζί τους, αποτελείωσαν τον Στυλιανού πυροβολώντας τον στο κεφάλι και θανάτωσαν τους συντρόφους του με λογχισμούς. Κατακρεουργημένους τους μετέφεραν στο χωριό τους, όπου υποχρέωσαν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν και να παρακολουθήσουν νέους πυροβολισμούς των νεκρών ήδη αγωνιστών, τους οποίους κρέμασαν στη συνέχεια στα αυτοκίνητά τους και τους περιέφεραν στους δρόμους της Πόλης της Χρυσοχούς.
Ο θάνατός τους συγκλόνισε ολόκληρη την Κύπρο αλλά ατσάλωσε ταυτόχρονα τη θέληση για συνέχιση του αγώνα.