Δημητρίου Ανδρέας
Δημητρίου Ανδρέας
Γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Μάμας, της επαρχίας Λεμεσού, στις 18 Σεπτεμβρίου 1934.
Απαγχονίστηκε στις 10 Μαΐου 1956 στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας.
Γονείς : Δημήτρης και Ευδοκία Βασιλείου
Αδέλφια : Σάββας και Ελένη
Ετεροθαλή αδέλφια : Αγγέλα και Σούλα
Ο Ανδρέας Δημητρίου αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο Αγίου Μάμαντος και φοίτησε για τρία χρόνια στο Νυκτερινό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Εργάστηκε αρχικά σε κατάστημα εκρηκτικών υλών και κυνηγετικών ειδών και αργότερα στον αγγλικό στρατό. Υπήρξε Γραμματέας της Συντεχνίας των Αχθοφόρων της ΣΕΚ στην Αμμόχωστο. Διακρινόταν για την εργατικότητα, την πρωτοβουλία και την ευσυνειδησία του. Εντάχθηκε από τους πρώτους στη δύναμη της ΕΟΚΑ και έδρασε με τις ομάδες Αμμοχώστου, επεκτείνοντας τη συμμετοχή του και στο εκτελεστικό.
Το μυαλό του συνεχώς μηχανευόταν τρόπους να αναπτύξει δραστηριότητα. Επιστέγασμα της δράσης του ήταν η αρπαγή των όπλων μέσα από τις στρατιωτικές αποθήκες του λιμανιού της Αμμοχώστου, στις αρχές Δεκεμβρίου 1955, αμέσως μετά την εκφόρτωσή τους και προτού μεταφερθούν και τακτοποιηθούν. Τα όπλα προωθήθηκαν σε διάφορες ανταρτικές ομάδες, οι οποίες μέχρι τότε ήταν εφοδιασμένες σχεδόν μόνο με κυνηγετικά. Ο Διγενής εξέφρασε την πλήρη ικανοποίησή του για τη δράση του αυτή.
Μετά από απόπειρά του να εκτελέσει τον Άγγλο πράκτορα Τέυλορ, τον οποίο και τραυμάτισε, ο Ανδρέας βρέθηκε αντιμέτωπος με ένοπλους στρατιώτες που φρουρούσαν τον Τέυλορ. Πρόταξε εναντίον τους το όπλο του, το οποίο όμως έπαθε εμπλοκή και οι στρατιώτες τον συνέλαβαν, αφού τον πλήγωσαν. Καταδικάστηκε σε θάνατο και μαζί με το Μιχαλάκη Καραολή ήταν οι πρώτοι που απαγχονίστηκαν.
“Το μόνο που λυπούμαι είναι που δεν θα προλάβω να δω την Κύπρο μας ελεύθερη”, ήταν τα τελευταία του λόγια προς τη μάνα του, λίγες ώρες πριν από τον απαγχονισμό του. “Στο καλό, γιε μου και να έχεις θάρρος ως το τέλος”, ήταν η απάντησή της.