Γεωργιάδης Παναγιώτης
Γεωργιάδης Παναγιώτης
Γεννήθηκε στο χωριό Λειβάδια, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 15 Δεκεμβρίου 1929.
Σκοτώθηκε στις 20 Ιουνίου 1958, στο χωριό Κούρδαλι, από έκρηξη βόμβας.
Γονείς : Αχιλλέας Ξιναρής και Ευγενία Χατζηγεωργίου
Αδέλφια : Ανδρέας, Γεώργιος και Ελένη
Ο Παναγιώτης Γεωργιάδης τελείωσε το δημοτικό σχολείο Λειβαδιών και εργαζόταν ως υπάλληλος στη Λευκωσία, σε ιδιωτική επιχείρηση. Ήταν μέλος της ΟΧΕΝ, απ΄ όπου εντάχθηκε στον Αγώνα το 1954. Με την έναρξη του Αγώνα υπηρέτησε ως σύνδεσμος του Διγενή με τον Εθνάρχη Μακάριο με το ψευδώνυμο Ίκαρος. Ήταν, μαζί με συναγωνιστή του, βοηθός υπεύθυνος για τη φύλαξη και τη διανομή του οπλισμού στην περιοχή Λευκωσίας. Μετέφερε και απέκρυβε καταζητούμενα πρόσωπα συνεργαζόμενος στενά με τα αδέλφια του, που διέθεταν κρησφύγετο στο σπίτι τους στα Λειβάδια Πιτσιλιάς, με τους τομεάρχες Λευκωσίας και κυρίως με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, τον οποίο πολλές φορές είχε διακινήσει.
Τον Οκτώβριο του 1956 καταζητήθηκε από τους Άγγλους και κατέφυγε στα βουνά ως αντάρτης. Ενώθηκε με την ομάδα του Στυλιανού Λένα, που ήταν υπεύθυνος του νότιου τμήματος του τομέα Αυξεντίου στην Πιτσιλιά. Ιδιαίτερη ευθύνη είχε για την κατασκευή χειροβομβίδων και ναρκών στα χωριά Κάτω και Πάνω Αμίαντος, όπου ο Λένας είχε μεταφέρει τα εργαστήριά του και ανέπτυξε πολύπλευρη δράση. Τόσο συχνές ήταν οι επιθέσεις της ομάδας τους, που ο Διγενής συμβούλευσε να τις αραιώσουν.
Μετά τη σύλληψη του Στυλιανού Λένα και το θάνατο του Δημητράκη Χριστοδούλου, στις 17 Φεβρουαρίου 1957, ο Παναγιώτης Γεωργιάδης κατέφυγε στη Λεμεσό με τον Ευαγόρα Παπαχριστοφόρου και το Μιχαήλ Ασσιώτη. Από τη Λεμεσό επανήλθε στο χωριό του στα μέσα Νοεμβρίου 1957 και επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση της περιοχής, που είχε υποστεί βαρύ πλήγμα λόγω μεγάλου αριθμού συλλήψεων.
Στις 20 Ιουνίου 1958, ενώ ο Παναγιώτης δίδασκε το χειρισμό νάρκης μεγάλης ισχύος στους συναγωνιστές του στο σπίτι του Ανδρέα Πατσαλίδη, στα Κούρδαλι, η νάρκη εξερράγη και τον διαμέλισε μαζί με τους Ανδρέα Πατσαλίδη, Αλέκο Κωνσταντίνου και Κώστα Αναξαγόρα.