Χαραλάμπους Δημήτριος
Χαραλάμπους Δημήτριος
Γεννήθηκε στο χωριό Λιμνάτης, της επαρχίας Λεμεσού, το 1925.
Σκοτώθηκε από Άγγλους στρατιώτες που του έστησαν ενέδρα, στην τοποθεσία Κοκκινόγια στο Λιμνάτη, στις 13 Οκτωβρίου 1958.
Σύζυγος : Άρτεμις Δημητρίου
Παιδιά : Μιλτιάδης και Ηρούλα
Γονείς : Χαράλαμπος Αναστάση και Διαμαντού Παπαπέτρου
Αδέλφια : Νικόλας, Βασίλης, Αιμίλιος, Ελένη, Δέσποινα
Ο Δημήτριος Χαραλάμπους τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και ήταν οικοδόμος. Εντάχθηκε στον Αγώνα τον Ιούλιο του 1956 και συνδέθηκε αμέσως με την ανταρτική ομάδα της περιοχής του, με την οποία πήρε μέρος σε ενέδρες εναντίον των Άγγλων στο δρόμο Λεμεσού – Αμιάντου.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1957, κατά τη διάρκεια ερευνών, ξέφυγε από την προσοχή των Άγγλων στρατιωτών, τους οποίους συνόδευε προδότης, και κρύφτηκε. Τα τοπικά στελέχη της ΕΟΚΑ του χωριού του συνελήφθησαν ομαδικά και κρατήθηκαν στα κρατητήρια. Σε λίγες μέρες συνελήφθη και ο ίδιος, κρατήθηκε για 17 μέρες και απολύθηκε. Ορίστηκε αργότερα ως υπεύθυνος της ΕΟΚΑ Λιμνάτη και έδρασε με τους αντάρτες της περιοχής του, που διέμεναν στο “Σπήλαιο του Κουταλιανού” και άλλα κρησφύγετα στα γύρω περιβόλια, ως ημιαντάρτης. Συμπαραστάτης του στην προσφορά του υπήρξε και η σύζυγός του Άρτεμις, η οποία ετοίμαζε φαγητό για τους αντάρτες και έπλενε τα ρούχα τους. Στο σπίτι τους γινόταν κάποτε και η ετοιμασία των επιτόπιας κατασκευής ναρκών για ανατινάξεις.
Στις 13 Οκτωβρίου 1958, αφού συνεννοήθηκε με τη γυναίκα του να τον αντιπροσωπεύσει σε συγγενικό τους γάμο, επιλέγοντας γι’ αυτή και το φόρεμά της που του άρεσε, πήγε να συνοδεύσει τον τομεάρχη του σε περιοδεία από το Λιμνάτη στη Λάνια. Στην περιοχή Κοκκινόγια έπεσαν σε ενέδρα των Άγγλων με τους οποίους αντάλλαξαν πυρά, από τα οποία ο Δημήτριος Χαραλάμπους πληγώθηκε θανάσιμα.
Η σύζυγός του Άρτεμις παρέστη στην κηδεία του αδάκρυτη, ντυμένη στο καλό της φόρεμα, που εκείνος είχε διαλέξει για το γάμο.
” Όταν μου φέρανε νεκρό τον άντρα μου”, αφηγείται η σύζυγός του, “το πρόσωπό του ήταν γελαστό. Αυτή είναι η παρηγοριά μου. Με κανένα τρόπο δεν θέλησα να βγάλω τα ρούχα μου που φορούσα στο γάμο, αυτά που άρεσαν στο Δημήτρη μου. Με τα καλά μου τον συνόδεψα στην κηδεία του, ενώ το δάκρυ μου είχε στερέψει”.