Πατάτσος Ιάκωβος
Πατάτσος Ιάκωβος
Γεννήθηκε στη Λευκωσία την 1η Ιουλίου 1934.
Απαγχονίστηκε από τους Άγγλους στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας στις 9 Αυγούστου 1956.
Γονείς : Ανδρέας και Ροδού Πατάτσου
Αδέλφια : Χλόη
Ο Ιάκωβος Πατάτσος τελείωσε το δημοτικό σχολείο “Ελένειο” στη Λευκωσία και ήταν απόφοιτος της Σχολής Σαμουήλ. Εργαζόταν ως γραφέας στον Οίκο Παρασκευαΐδη. Ήταν μέλος της ΟΧΕΝ και εντάχθηκε στον Αγώνα πριν από το 1955. Με την έναρξη του αγώνα κατατάχθηκε σε ομάδες ρίψης βομβών και αργότερα στο εκτελεστικό Λευκωσίας. Λόγω όμως των θρησκευτικών του πεποιθήσεων προβληματιζόταν να λάβει μέρος σε εκτελέσεις.
Η δράση του στον αγώνα συνταυτιζόταν με τη θρησκεία και ό,τι έκαμνε το έκαμνε, επειδή πίστευε ότι και η ελευθερία είναι δώρο του Θεού.
Τον Ιανουάριο του 1956 συνεργάστηκε με το Σταύρο Στυλιανίδη και άλλα στελέχη της ΕΟΚΑ στην κατασκευή και τοποθέτηση βόμβας στις 20 Μαρτίου 1956 στο κρεβάτι του Κυβερνήτη Χάρντιγκ. Στις 23 Απριλίου 1956 ανέλαβε με το συναγωνιστή του Γεώργιο Παλαιολόγο την εκτέλεση ενός προδότη αστυνομικού, εναντίον του οποίου έγινε και προηγουμένως ανεπιτυχής απόπειρα. Η επίθεση έγινε έξω από τον κεντρικό αστυνομικό σταθμό Σεραγίου Λευκωσίας. Η προσπάθεια απέτυχε και ο Ιάκωβος, που έπεσε από το ποδήλατό του βρέθηκε στο στόχαστρο Τούρκου ειδικού χωροφύλακα. Δεύτερος Τούρκος αστυνομικός, ο Νιχάτ Βασίφ, άρπαξε τον Ιάκωβο, οπότε ο Παλαιολόγος πυροβόλησε θανάσιμα τον Νιχάτ και τον ελευθέρωσε. Στη συνέχεια όμως το πλήθος των Τουρκοκυπρίων που προσέτρεξε τον ακινητοποίησε και συνελήφθη. Ο Παλαιολόγος κατέφυγε στο αντάρτικο και ο Πατάτσος κατηγορήθηκε για την εκτέλεση του Νιχάτ και οδηγήθηκε στην αγχόνη.
Κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης κράτησής του στα κελιά των μελλοθανάτων τόνωνε με τη θρησκευτική του πίστη τους άλλους κατάδικους, δημιουργώντας ατμόσφαιρα κατάνυξης και πνευματικής ανάτασης. Η βαθιά του θρησκευτικότητα αντανακλάται και στην τελευταία του επιστολή προς τη μητέρα του στην οποία έγραφε : “Αγαπημένη μου μητέρα, Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ αγγέλων. Το πνεύμα μου φτερουγίζει γύρω από το θρόνο του Κυρίου. Θέλω να χαίρεις όπως κι εγώ…”